- συμπαραγωγός
- üretim ortağı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
συμπαράγωγος — η, ο, Ν 1. αυτός που παράγεται μαζί με κάποιον άλλο 2. φρ. «συμπαράγωγα προϊόντα» (οικον.) τα προϊόντα που, παρά το γεγονός ότι διαφέρουν μεταξύ τους, έχουν κοινή προέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρ.… … Dictionary of Greek
συμπαραγωγός — ο, Ν αυτός που μετέχει στην παραγωγή ενός προϊόντος και ειδικότερα ενός θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο περιοδικό Πανδώρα] … Dictionary of Greek
Γουδέλης, Τάσος — (Αθήνα 1949 –). Νομικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Είναι μόνιμος συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού Το Δέντρο, διδάσκει το μάθημα… … Dictionary of Greek